- συνεοχμός
- συν-εοχμός (root ϝεχ, ὀχέω): junction, Il. 14.465†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
συνεοχμός — joining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεοχμός — ὁ, Α συναρμογή («τὸν ῥ ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν * + οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
συνεοχμοῦ — συνεοχμός joining masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεοχμῷ — συνεοχμός joining masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεοχμόν — συνεοχμός joining masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)